- βώμαξ
- (I)βώμαξ, ο, η (Μ)ο βωμολόχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ* (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.].————————(II)βῶμαξ, η (Α)μικρός βωμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ*, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.