βώμαξ

βώμαξ
(I)
βώμαξ, ο, η (Μ)
ο βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ* (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.].
————————
(II)
βῶμαξ, η (Α)
μικρός βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ*, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βῶμαξ — βώμαξ masc nom/voc sg βῶμαξ fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βώμακες — βώμαξ masc nom/voc pl βῶμαξ fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • βωμάκευμα — βωμάκευμα, το (Μ) [βώμαξ] το βωμολόχευμα …   Dictionary of Greek

  • βώλαξ — βώλαξ, ο (Α) ο βώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) αξ* (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”